Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατάγημα — τὸ, Α [παταγώ] 1. ισχυρός κρότος, πάταγος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) (για πρόσ.) «λάλος καὶ πανοῡργος» … Dictionary of Greek
πατάγημ' — πατάγημα , πατάγημα rattle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)